- ευμήχανος
- -η, -ο (ΑΜ εὐμήχανος, -ονΑ δωρ. τ. εὐμάχανος, -ον)(για πρόσ.) επιτήδειος στο να επινοεί, επινοητικός, ευρετικός, εφευρετικός («οἱ μὲν εὐμήχανοι πρὸς τὸν βίον, οἱ δ' ἀμηχανώτεροι» — άλλοι μεν είναι επινοητικοί για τη συντήρηση τής ζωής, άλλοι δε φτωχότεροι σε επινοήσεις, Αριστοτ.)αρχ.1. (για πουλιά ή για μέλισσες) γεμάτος επινοήσεις για τις απαιτήσεις τής ζωής2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐμήχανονη ευμηχανία3. (για πράγματα) αυτός που εφευρέθηκε, που επινοήθηκε με ευφυΐα, με εφευρετικότητα («ἐκ τῶν ἀμηχάνων πόρους εὐμηχάνους πορίζων», Αριστοφ.).επίρρ...εὐμηχάνως (ΑΜ)με έξυπνο τρόπο, εύστροφα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μηχανή].
Dictionary of Greek. 2013.